Quantcast
Channel: Αρχιτεκτονική – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 29

Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυπλίου που μετασκευάστηκε στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825

$
0
0

Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυπλίου που μετασκευάστηκε στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825)* – Καλλιόπη Αμυγδάλου – Ηλίας Κολοβός


 

Ο χώρος ως «κοινωνική κατασκευή», που αποτυπώνει τους δια­φορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, [1] αλλά και πιο συγκεκρι­μένα τα κτήρια και η αρχιτεκτονική τους ως χώροι επιτελέσεων των κοινωνικών και πολιτικών δράσεων, είναι ένα ιδιαίτερο αντι­κείμενο έρευνας για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία αποτελεί μεταξύ άλλων και μια ιστορία μετάβασης από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος. Όπως θα εξετάσουμε εδώ στην περίπτωση της μετασκευής ενός τζαμιού στο Ναύπλιο στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον», την πρώτη επίσημα διαμορ­φωμένη Βουλή, μέσα στην επανάσταση, στα 1825, η αναδιαμόρφωση του χώρου υπήρξε ένα απαραίτητο διακύβευμα για να σηματοδοτηθεί η κοινωνική και πολιτική αλλαγή, μέσω συνεχειών, ασυνεχειών και ρήξεων, καθώς και ενδιάμεσων (in-between) κα­ταστάσεων.[2]

Το ίδιο το Ναύπλιο (στα οθωμανικά τουρκικά Anaboli, εξ ου και Ανάπλι), στην αστική του κλίμακα, διαμορφώθηκε από τέ­τοιες συνέχειες κι ασυνέχειες και υπήρξε μια πόλη-παλίμψηστο διαδοχικών βενετικών και οθωμανικών κυριαρχιών. [3] Και αυτή π γενεαλογία των αλλεπάλληλων χωρικών αλλαγών που συνό­δευαν και συνέβαλαν στις αλλαγές κυριαρχίας είναι σημαντικό να επεξηγηθεί περαιτέρω πριν αναλυθεί η περίπτωση του τζαμιού-Βουλευτηρίου.

Οι Βενετοί παρέδωσαν μία πόλη που είχαν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό [4] στους Οθωμανούς το 1540, εγκαταλείποντάς την. Στον χριστιανικό πληθυσμό που είχε παραμείνει προστέθηκε και μουσουλμανικός πληθυσμός, [5] αλλά οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν το 1686 παραδίδοντάς τη πίσω στους Βενετούς. Οι Βενετοί με τη σειρά τους επενέβησαν εκτεταμένα στον αστικό ιστό, διαγράφοντας κάθε ίχνος της μουσουλμανικής παρουσίας και ενισχύοντας την οχύρωσή της με την ανέγερση του συμπληρωματικού στην Ακροναυπλία φρουρίου του Παλαμηδίου. [6]  Εντούτοις, οι Οθωμανοί κατόρθω­σαν να ανακαταλάβουν το Ναύπλιο και τα φρούριά του πάλι το 1715, αιχμαλωτίζοντας μάλιστα τη βενετική φρουρά.[7]

 

Το Ναύπλιο την εποχή της πολιορκίας του από τους Βενετούς (1686).

 

Χάρη στη μελέτη του Nejat Göyünç, [8] γνωρίζουμε ότι οι Οθω­μανοί, αφού επάνδρωσαν τα φρούρια γύρω από την πόλη (με 760 στρατιώτες στην Ακροναυπλία, 710 στο Παλαμήδι και 60 στο Μπούρτζι), διενέργησαν μια αναλυτική απογραφή των κτη­ρίων της έρημης πόλης. Η οθωμανική απογραφή του 1715 ανασημασιοδοτεί και αναδιοργανώνει τον αστικό ιστό του Ναυπλίου με άξονα τα τζαμιά, ώστε να υποδεχθεί τον μουσουλμανικό πλη­θυσμό που επέστρεφε τότε στην πόλη. [9] Η πόλη απογράφηκε στις συνοικίες του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ (πιθανώς στη θέση του σημερινού Αγίου Γεωργίου, βλ. εικ. 4), [10] του τζαμιού του μεγάλου βεζίρη Αλή Πασά (πιθανώς το σημερινό Τριανόν), [11] της Άνω Πόλης, κοντά στην Ακροναυπλία, της Καμμένης Πλατεί­ας, της Δεξαμενής και του εκτός των τειχών βαροσιού (προαστί­ου) κάτω από το Παλαμήδι, συμπεριλαμβάνοντας 1.321 οικίες (από τις οποίες 314 διώροφες), 51 δώματα, 509 καταστήματα / εργαστήρια, 350 αποθήκες, 26 φούρνους, 2 νερόμυλους, 5 σφα­γεία, 4 λουτρά, 1 μεντρεσέ (ισλαμικό ιεροδιδασκαλείο), [12] 26 εκ­κλησίες και 9 τζαμιά και μεστζίτια (μικρά τζαμιά, συνήθως χωρίς μιναρέ), έξι στην πόλη, ένα στην Ακροναυπλία, ένα στο Μπούρτζι και ένα στο Παλαμήδι. [13] Τα τζαμιά του Ναυπλίου, τα οποία είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες στη διάρκεια της βενετικής κυριαρχί­ας, επανήλθαν στην χρήση του επανερχόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού.[14]

Η πόλη του Ναυπλίου λειτούργησε για τον επόμενο αιώνα κάτω από τους ήχους του εζανιού, της προσευχής στην οποία καλούσαν οι μουεζίνηδες των τζαμιών από τους μιναρέδες που ανοικοδομήθηκαν εκ νέου, και η αστική ζωή οργανώθηκε με βάση τις υποδομές (σχολεία, μεντρεσέδες, λουτρά και άλλα) που χρηματοδοτούσαν τα μουσουλμανικά βακούφια – τα κοινωφελή ιδρύματα.

Οι Οθωμανοί επισκεύασαν ακόμη την υδροδότηση της πόλης αμέσως μετά την ανάκτησή της και δημιούργησαν και νέες κρήνες, πολλές από τις οποίες σώζονται και σήμερα. [15] Στη διάρκεια του 18ου αι. στο Ναύπλιο οικοδομήθπκαν και νέα θρησκευ­τικά κτήρια, όπως τα τζαμιά του καπουδάν πασά Χατζή Ιμπραήμ [16] και του Χατζή Χουσεΐν Εφέντη, [17] η σημερινή Φραγκοκκλησιά, το τζαμί που παραχώρησε ο ‘Οθωνας στην Καθολική Εκκλησία, [18] κα­θώς και το σημερινό Βουλευτικό, που είναι γνωστό και ως τζαμί του «Αγά Πασά» (εικ. 1).

 

Εικόνα 1. L. Lange, Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) με την οικία του Μόρα/Αγά Πασά ψηλά στο βάθος και την οικία «Νικηταρά» πάνω στην πλατεία, και το μεγάλο τζαμί, το Βουλευτικό, 1834, μολύβι και υδατόχρωμα, Μόναχο, Staatliche Graphische Sammlung, inv. No. 35859. Δημοσιευμένο μεταξύ άλλων από Α. Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών, ό.π., εικ. αρ.111.

 

Το τζαμί που έγινε Βουλή

 

Χορηγός της ανέγερσης θεωρείται ότι ήταν ο Αγάς πασάς, η οικογένεια τού οποίου αναφέρεται από τον Ιωάννη Φιλήμονα ως οικογένεια με μεγάλη επιρροή και γαιοκτησίες στο Ναύπλιο. [19] Ο Αγάς πασάς αναφέρεται επίσης αλλού ως μουχασίλης (muhassil), στον οποίο παρέδωσε αρμοδιότητες ο Βανί Μεχμέτ πασάς της Πελοποννήσου το 1804. [20] Εντούτοις, η ονομασία αυτή εμπεριέχει τη σοβαρή αντίφαση ότι οι τίτλοι του Αγά και του Πασά δεν ταυτίζονται στην οθωμανική διοίκηση.

Σύμφωνα με μία άλλη πηγή, τα ίδια χρόνια, ακριβώς πριν από την Επανάσταση, στο Ναύπλιο θα χτιζόταν ένα τζαμί από τον Ραγκίπ Πασά, μουχαφούζη (muhafiz: διοικητή) του Αναπλίου. Μια επιστολή του στα ελληνικά προς τους προεστούς της Ύδρας του Μαρτίου 1816 αναφέρει τα εξής:

 

«έχω νιγέτι [niyet: πρόθεση], ισαλά [inşallah: πρώτα ο θεός] να φτιάσω ένα τζαμί εδώ εις την πατρί­δα μου εις το Ανάπλι και μάζους [mahsus: επίτηδες] και ήφερα τους παρόν μαστόρους από την Πόλιν, λοιπόν με το να μην είχε ινταρέ [idare: πρόβλεψη] από κεραστέ [kereste: ξυλεία], πάλι τους στέλνω μαξούς εις βασιλεύουσαν, δια να φέρουν ότι κερεστές χρειάζεται του Τζαμιού, και με το να μην έφτασε καΐκι οκαζιόν να μισεύουν από έδωθεν, τους στέλνω αυτού, όπου μπορεί να τύχη καράβι να μισεύ­σει ή καμμίαν σακολέβαν δια Βασιλεύουσαν, δια τούτο κάνω ριτζά [rica: ζητώ, παρακαλώ] προς τους ακριβούς φίλους μου, όπου δια χατήρι μου, αμέσως όπου τύχη κανένα καΐκι ή καράβι να πρόσταζετε με το μέσον σας να πάρουν και αυτούς τους μαστόρους, δια να πάνε σιγούρως εις την Πάλιν, και είμαι βέβαιος εις την στενήν φιλί­αν όπου έχομεν, καθώς και άλλες φορές μου εκάματε την χάριν και τώρα να επιτύχω της αιτήσεως μάλιστα όπου είναι εδική μου χρεία, και μεγάλως με υποχρεώσεις γράφω, να ακολουθήσετε, και τα κουσούρια (kusur: τις ζημιές, τα έξοδα] αφι [afv: να συγχωρεθουν].»[21]

 

Όπως αναφέρει στην επιστολή του, ο Ραγκίπ πασάς [22] είχε την πρόθεση να χτίσει ένα τζαμί στο Ναύπλιο, που αναφέρει ως «πα­τρίδα» του, με μαστόρους από την Κωνσταντινούπολη, αντιμε­τωπίζοντας όμως έλλειψη ξυλείας, την οποία έστελνε τους μα­στόρους να προμηθευτούν στην Βασιλεύουσα. Το γράμμα αυτό επιβεβαιώνει την κεντρική σημασία που είχε η Κωνσταντινούπο­λη, παρά την απόσταση, για την προμήθεια υλικών και μαστόρων, και για τις αρχιτεκτονικές επιρροές που μπορεί να μετέφεραν τόσο οι χορηγοί των κατασκευών όσο και οι κτίστες.

Η έρευνά μας στα οθωμανικά αρχεία εντόπισε τον Μεχμέτ Ραγκίμπ Μπέη καταρχάς σε έγγραφο του έτους 1802 ως άνδρα του βασιλικού ιππικού (hassa silahşor), με το αξίωμα του αγά της δεξιάς πτέρυγας στο Ναύπλιο, ενώ στα 1811 έχει προαχθεί σε Πασά, με τον τίτλο του στρατηγού (mirimiran). [23] Σύμφωνα με ένα υπόμνημα του βαλή (κυβερνήτη) του Μοριά Αχμέτ Σακίρ Πασά με ημερομηνία 9 Σιαμπάν 1231 (23 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1816), οι μουσουλμάνοι του Ναυπλίου, αλλά και οι χριστιανοί ραγιάδες του Κάτω Ναχιγέ (Ερμιόνης) είχαν παραπονεθεί εναντίον του Μιριμιράν Ραγκίπ Πασά, φρούραρχου (muhafiz) του Ναυπλίου: μεταξύ άλλων, διαμαρτύρονταν γιατί ο Ραγκίπ Πασάς είχε αγοράσει με ευτελή αντίτιμα περισσότερα από είκοσι σπίτια γύρω από το κονάκι του, κατεδαφίζοντας μάλιστα ορισμένα από αυτά, «για να χτίσει ένα τζαμί και έναν μεντρεσέ»· ορισμένα τα προσάρτησε στο κονάκι του (kendü konağı cιvarιnda yiğirmiden mütecaviz hane cami ve medrese bina edeceğim diyerek iştira ve hedm ve ekserisini konağma ilave ettiğini).[24]

Ο Αχμέτ Σακίρ Πασάς ζητούσε με το υπόμνημά του τον διορισμό νέου φρουράρχου στο Ναύπλιο του Μουσταφά Μπέη, ως τότε βοεβόδα του Ναυπλίου. [25] Πράγ­ματι, ο Ραγκίπ Πασάς φαίνεται ότι μετατέθηκε από το Ναύπλιο, αλλά σύμφωνα με έγγραφο του 1818 ζητούσε λόγω γηρατειών να παραμείνει εκεί, ώστε να ολοκληρώσει και τα κοινωφελή του έργα. [26]  Γνωρίζουμε ότι πέθανε στο Ναύπλιο πριν τις 12/24 Αυγούστου 1820.[27]

Το τζαμί και ο μεντρεσές του (ιεροδιδασκαλείο), που ταυτίζονται με βάση τα παραπάνω με σχετική ασφάλεια με το σημερινό Βουλευτικό και τις Φυλακές Λεονάρδου, θα πρέ­πει λοιπόν να ολοκληρώθηκαν μεταξύ 1818-1820. Το όνομά του, Ραγκίπ Πασάς, ενδεχομένως λοιπόν να παρερμηνεύτηκε ως Αγά Πασάς, αφού το όνομα «Ραγκίπ» δεν είχε σημασία στα ελληνικά.

 

Εικόνα 2. Το Βουλευτικό σήμερα (φωτογραφία των συγγραφέων, 2017).

 

Αυτή η χρονολόγηση υποδεικνύεται και από την έρευνα σε εξέλιξη του Αργύρη Πετρονώτη, [28] σύμφωνα με τον οποίο το τζα­μί χτίστηκε από τον Λαγκαδινό πρωτομάστορα Αντώνιο Ρηγόπουλο στα τέλη της δεκαετίας του 1810. [29] Επίσης, η αρχιτεκτονική έρευνα έχει επισημάνει την παρόμοια τοιχοποιία των δύο οικοδομών (τεμένους και μεντρεσέ), η οποία αποτελεί ένδειξη ότι χτίστηκαν την ίδια περίοδο.[30]

Αξίζει να ειπωθεί ότι το τζαμί ανήκει σε μία διαδεδομένη σε πυκνά κέντρα πόλεων τυπολογία, αυτή του fevkani, στην οποία ο χώρος λατρείας ανυψώνεται στον πρώτο όροφο ενώ το ισόγειο έχει άλλη χρήση (συνήθως εμπορική). Στη συγκεκριμένη περί­πτωση, η θέση του κτηρίου δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη χρήση εμπορίου. Ενδεχομένως λοιπόν η επιλογή αυτής της τυ­πολογίας ενισχύθηκε από την πρόθεση το τζαμί να πιο εμφανές και από άλλα σημεία της πόλης, και να ανταγωνιστεί το μεγα­λοπρεπές βενετικό κτήριο της πλατείας, κερδίζοντας ύψος και αντισταθμίζοντας τη δυσμενή του θέση. Σημειώνεται επίσης ότι το 1834 δεν υπήρχε κτιριακός όγκος μπροστά στο τζαμί, αλλά ερείπια στρατώνα (βλ. χάρτη στην εικ. 4) και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και σε μεταγενέστερες φωτογραφίες.

Η Σέμνη Καρούζου έχει επισημάνει ότι ο μεντρεσές φαίνεται να είχε δυο, το λιγότερο, οικοδομικές φάσεις, που διακρίνονται από τη διαφορά στην τοιχοποιία (ισοδομή με πελεκητές πέτρες στην πρώτη φάση, ακατέργαστες στη δεύτερη). [31] Στις πληροφο­ρίες αυτές πρέπει να προσθέσουμε το σχέδιο του Βουλευτικού του 1834 από τον Dillmann, που αποτυπώνει τη μετατροπή του ισογείου του κτηρίου σε φυλακή, μαζί με τον μεντρεσέ. Κατά τη διάρκεια της μετατροπής ο δεύτερος και τρίτος όροφος του μεντρεσέ φαίνεται να ανακατασκευάστηκαν, ενώ στο ισόγειο του τεμένους τα ανοίγματα προς το δρόμο περιορίστηκαν και οι διαμπερείς αποθήκες/καταστήματα χωρίστηκαν στη μέση του μήκους τους ώστε κάθε μία να αποδώσει δύο κελιά στην φυλα­κή (εικ. 3).[32]

 

Εικόνα 3. Κάτοψη του ισογείου του Βουλευτικού και του δεύτερου ορόφου του μεντρεσέ (ο οποίος είναι σχεδιασμένος σε αποσπώμενο κομμάτι χαρτιού που από κάτω αποκαλύπτει τον πρώτο όροφο, επίσης αποσπώμενο, και παρακάτω το ισόγειο), Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Στρατιωτικού Λογιστηρίου.

 

Ακόμα παραμένουν άγνωστα πολλά στοιχεία για το κτήριο. Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές στο ότι στο τζαμί υπάρχουν υλι­κά σε δεύτερη χρήση (πχ. αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκαν στο μεντρεσέ πωρόλιθοι από την παλιά εκκλησία της Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά, και ότι στο υπέρθυρο μίας από τις δυτικές πόρτες εισόδου του τζαμιού υπάρχει τμήμα κίονα από τις Μυκή­νες). [33]  Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να απαντηθούν βασικά ερωτήματα σχετικά με το κτήριο.

Η πολιορκία του Ναυπλίου, στο οποίο διέμεναν τότε περίπου 6.000 μουσουλμάνοι, μαζί με τους πρόσφυγες από το Άργος [34] από τις δυνάμεις των επαναστατών ξεκίνησε την άνοιξη του 1821, με αποκλεισμό από στεριά και θάλασσα, με διαλείμματα, για να καταλήξει, στην κατάληψη του Παλαμηδίου και την παράδοση της πόλης το φθινόπωρο του επόμενου έτους. [35]

Η μουσουλμα­νική κοινότητα του Ναυπλίου βίωσε την πολιορκία με δραματικό τρόπο, φτάνοντας σε σφοδρή πείνα, όπως μεταφέρει η ιδιαίτε­ρα ενδιαφέρουσα και σχεδόν μοναδική αφήγηση του Ναυπλιώτη Μιρ Γιουσούφ γιου του Αχμέτ Πασά, ο οποίος μεταφέρει ότι είχαν φτάσει μέχρι και τη σκέψη της εξόδου από την πόλη:

 

«επειδή μέρα με τη μέρα αυξανόταν η σφοδρή πείνα και επιδεινωνόταν η αδυ­ναμία τους, πέθαιναν δέκα – δεκαπέντε άτομα τη μέρα, με τον λιμό που είχε πέσει στους κατοίκους δεν έμεινε σε κανέναν δύναμη να βγει για μάχη. Με την ελπίδα ότι τα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το κάστρο θα μπορούσαν να τους συντηρήσουν, με χίλιες δυσκολίες και πολεμώντας με τους απίστους μάζευε ο καθένας μία ποσότητα. Κι επειδή τα έτρωγαν μόνο βρασμένα σε νερό, η όψη τους άλλαξε και τα χαρακτηριστικά τους άλλαξαν χρώμα. Έπαψαν τελείως να περπατούν και εξαιτίας της πλήρους αδυνα­μίας, αρρώσταιναν και πέθαιναν ξαφνικά μέσα στην αγορά και τις συνοικίες. Κάποιοι ξένοι έκαναν, λοιπόν, μεταξύ τους συμβούλιο και είπαν: Δεν είναι δυνατή η προμήθεια τροφίμων και η σφοδρή πείνα μας καταβάλλει, είναι σαφές ότι θα διαταράξει την πίστη μας. Να πάμε μια φορά να εξηγήσουμε την κατάσταση στους προκρίτους και τους αγάδες και, αν δεν βρεθεί μια λύση, δεν μπορούν να σταμα­τήσουν διακόσιους άνδρες. Όπως και να έχει, ανοίγουμε την πύλη του κάστρου και ανακατευόμαστε με τους απίστους τουλάχιστον να δει το μάτι μας ψωμάκι! Αν στη συνέχεια πεθάνουμε όλοι μας στα χέρια των απίστων, χάρη στην ψυχή μας κάνουμε [ba’dehu küffar elinde cumiemiz şehid olursak cânimiza minnetdir]».[36]

 

Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Mιρ Γιουσούφ, το έγγραφο που περιείχε τους όρους της παράδοσης του Ναυπλίου διαβάστηκε σε γενικό συμβούλιο στο τζαμί του σουλτάνου στο Ναύπλιο. Μετά την παράδοση, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διέταξε να φυλαχθούν τα κινητά σκεύη και έπιπλα και πολύτιμα αντικείμενα των μουσουλ­μάνων στο τζαμί που βρισκόταν απέναντι από τον μεγάλο στρα­τώνα του Ναυπλίου, όπως προέβλεπε η συνθήκη παράδοσης, για να μοιραστούν στη συνέχεια στους πολιορκητές, αφήνοντας με­ρικά για την επαναστατική διοίκηση.[37]

Μετά την παράδοση του Ναυπλίου, η επαναστατική διοίκηση εξέφρασε την επιθυμία να εγκατασταθεί στην πόλη. [38] Εντούτοις, λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων και των εμφυλίων, αναγκά­στηκε να μετακινείται, μια συναρπαστική ιστορία που αξίζει να μελετηθεί αυτόνομα αλλού, μάλιστα στη χωρική της διάσταση: Νέα Επίδαυρος, Κόρινθος, Άργος, Μύλοι, Κιβέρι, Άγιος Ιωάννης Κυνουρίας, Ερμιόνη, Άστρος, Αγιαννίτικα Καλύβια Άστρους, Τρί­πολη, Σαλαμίνα, Ναύπλιο (το φθινόπωρο του 1823 μόνο το μετέπειτα καθαιρεθέν Εκτελεστικό), Κρανίδι, και επί των πολεμικών πλοίων Πάραλος, Κίμων και Διομήδης στον Αργολικό Κόλπο).

Η Διοίκηση ανακοίνωσε την εγκατάστασή της στο Ναύπλιο στις 2 Μαρτίου 1824[39] και ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού σχεδίασε την εγκατάστασή του στην λεγάμενη κατοικία του Αγά πασά. [40] Το Εκτελεστικό εισήλθε στην πόλη στις 12 Ιουνίου,[41] εγκαταστά­θηκε αρχικά στην εν λόγω κατοικία, τη λεγόμενη του Αγά πασά, και στα τέλη του έτους μετακόμισε στην οικία στην οποία αρχικά είχε εγκατασταθεί ο Νικηταράς, επί της Πλατείας του Πλατάνου (σημ. Συντάγματος).

Και οι δύο κατοικίες, πίσω και μπροστά από το Βουλευτικό, έχουν απεικονιστεί σε σχέδιο του Γερμανού αρχι­τέκτονα Ludwig Lange (1834) (εικ. 1), και σημειώνονται στο χάρ­τη του Stademann του 1834 (εικ. 4).[42]

 

Εικόνα 4. Χάρτης της πόλης του 1834, υπογεγραμμένος από τον Ferdinand Stademann, που δείχνει τη θέση του Βουλευτικού, αναφέρει το διπλανό κτίσμα (μεντρεσέ) ως φυλακές. Σημειώνονται από τους συγγραφείς οι θέσεις των κατοικιών Αγά πασά και Νικηταρά. Ενδιαφέρον είναι ότι ο χάρτης αφορά επέκταση του παραθαλάσσιου μετώπου και δημιουργία νέων οικοπέδων.
Ο χάρτης έχει υποστεί ψηφιακή επεξεργασία από τους συγγραφείς και το πρωτότυπο σκαρίφημα βρίσκεται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, GT 2253. Ο χάρτης αυτός πιθανόν να βασίστηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο του Σταμάτη Βούλγαρη του 1828 (βλ. σημ. 52).

 

Οι παρακάτω διαθέσιμες μαρτυρίες για την επίπλωση και τη χρήση τους από την ελληνική διοίκηση αποτελούν εξαιρετικές συμπληρωματικές πηγές ώστε να κατανοήσουμε την χρήση του χώρου σε αυτήν τη μεταβατική περίοδο και την προσπάθειά αναδιοργάνωσής του ώστε να εκ­φράζει μία νεωτερική ταυτότητα.

Ο James Emerson περιγράφει το 1825 ως εξής την επίσκεψή του στο Εκτελεστικό:

 

«Η έδρα (του Εκτελεστικού) είναι μια πολύ μεγάλη μουσουλμανική κατοικία κοντά στα τείχη. Το ισόγειό της είναι στάβλος, ο πρώτος όροφος χρησιμεύει ως στρατώνας. Στον δεύτερο όροφο, σε ένα μικρό απλό δωμάτιο, περιτριγυρισμένο από ένα ντιβάνι και στολισμένο με ένα μεγάλο γαλλικό χάρτη της Ελλάδας και των νησιών, βρίσκονται τα γραφεία της κυβέρνησης της Ελλάδας. Εκεί, γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι, σκεπασμένο με έγγραφα, κάθονταν οι λιγοστοί απόγονοι του Θεμιστοκλή και του Επαμεινώνδα, στους οποίους είχε ανατεθεί η αναγέννηση της χαμένης πατρίδας των θεών και των ημίθεων».[43]

 

Ο Giuseppe Pecchio βρήκε την ίδια χρονιά τα μέλη του Εκτελεστικού «κα­θισμένους, ή μάλλον πλαγιασμένους σε μαξιλάρια, τα οποία σχημάτιζαν ένα είδος σοφά γύρω από το δωμάτιο. Η ενδυμα­σία τους, η κεκλιμένη στάση τους, η ακινησία της φυσιογνωμίας τους, με έκαναν στην αρχή να θεωρήσω ότι ήμουν ενώπιον ενός ντιβανιού. Ο Αντιπρόεδρος Μπότασης από τις Σπέτσες, καθισμέ­νος σταυροπόδι, αναμετρούσε τις χάντρες ενός ανατολίτικου κομπολογιού. Τα άλλη μέρη, με ενδυμασία μισο-ελληνική και μισο-τουρκική, κάπνιζαν τις πίπες τους, ή έπαιζαν και αυτοί με παρόμοια κομπολόγια».[44]

Οι περιγραφές αντικατοπτρίζουν εύ­γλωττα την έκπληξη των ξένων επισκεπτών, που γίνονται μάρτυ­ρες μίας – αναμενόμενης – συνέχειας των οθωμανικών συνηθειών στο υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος. Αλλά και ο φαναριώτικης καταγωγής Νικόλαος Δραγούμης, αναφέρει για την είσοδό του στο Ναύπλιο το 1828: «Το Ναύπλιον, πόλις όλως Τουρκική, τας μεν οδούς είχε στενάς, ανωμάλους και βορβορώδεις, τας δε οικίας ξυλοκτίστους, πολυθύρους, σεσαθρωμένας και πάντη αρρύθμους».[45] Από την άλλη πλευρά, το Βουλευτικό είχε σχεδιαστεί αρχικά να εγκατασταθεί σε μία άλλη κατοικία, αυτήν του Γιουσούφ μπέη.

Μετά την πανηγυρική του είσοδο στο Ναύπλιο, δύο μέρες πριν από το Εκτελεστικό, στις 10 Ιουνίου 1824, στη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου διόρισε όμως μια επιτροπή για την επισκευή του λε­γάμενου τζαμιού του Αγά πασά, ώστε να εγκατασταθεί εκεί. [46] Εί­ναι προφανές ότι οι περίπου σαράντα τότε βουλευτές δεν χωρού­σαν στην κατοικία του Γιουσούφ μπέη, ενώ δεν υπήρχε πρόβλεψη για μια νέα λειτουργία, την ακρόαση των συνεδριάσεων.[47]

Το συμφωνητικό γράμμα για την επισκευή του τζαμιού, που υπογράφτηκε μόλις στις 12 Μαρτίου 1825 και απόκειται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, [48] είναι πολύτιμη πηγή για την κατανόηση της μετάβασης του κτηρίου από το οθωμανικό πλαί­σιο στο ελληνικό κράτος (εικ. 5).

 

Εικόνα 5. Η πρώτη σελίδα του συμφωνητικού, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικροί Κλάδοι, Βουλευτικόν Σώματα 1822 1827, φάκελος 1, αρ. εγγράφου 134.

 

Καταρχάς, έχουμε αυτή τη φορά ξεκάθαρη εικόνα για τους τεχνίτες και τον υπεύθυνο του σχεδιασμού: συνυπογράφουν οι διορισθέντες εις κατασκευήν του Κοινοβουλευτηρίου παρά του Σεβ. Βουλευτικού επιτροπή, Γκίκας Καρακατζάνης, Σπυρίδων Τρικούπης και Δημάκης Ιερομνήμων, με τους τέκτονας Κ. Ανδριανόν Γεωργίου [49] και Κ. Νικόλαον Ιωάννου, [50] με σκοπό να τελειοποιήσουν αυτό το κτήριον, κατά το σχέδιον του Κ. Θ. Βαλιάνου.

Ο Θεόδωρος Βαλλιάνος (1796-1857) είχε σπου­δάσει στην Πετρούπολη και είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός του μηχανικού στον ρωσικό στρατό πριν έλθει το 1822 για να μετέχει στην επανάσταση. [51] Μάλιστα αναφέρεται ότι είχε συνεργαστεί με το Σταμάτη Βούλγαρη για τον σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση της πόλης του Ναυπλίου, [52] και επέβλεψε, ενισχύοντας και χρη­ματικά, την επισκευή του Βουλευτικού, των τειχών του Ναυπλίου, την κατασκευή στρατώνων και άλλα.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι ο Θεόδωρος Βαλλιάνος είχε αναλάβει και άλλα έργα υποδομής στο Ναύπλιο, στα οποία ερ­γάστηκε ο Μάστρο Ανδριανός. Και οι δύο συνυπογράφουν, μαζί με άλλους, στις 8 Φεβρουάριου 1825, αναφορά προς την Διοί­κηση προτείνοντας μια σειρά έργων υποδομής που θα έπρεπε να γίνουν στην πόλη: την κάθαρσιν των επτά γενικών υπονόμων, την επισκευήν των λιθοστρώτων της πόλεως, το άνοιγμα τριάκοντα κοινών αναγκαίων, το σκέπασμα των υδραγωγείων, την κάθαρσιν των ερειπίων.[53] Ο ανασχεδιασμός λοιπόν του Βουλευτικού γινό­ταν σε συνδυασμό με άλλα έργα, με σκοπό την αναδιαμόρφωση της πόλης σε πρωτεύουσα.

Παράλληλα, αυτό το συμφωνητικό γράμμα σε συνδυασμό με τον κανονισμό της Βουλής μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο που το κτήριο ανασχεδιάστηκε ώστε να δεχτεί την καινούρια χρήση, και τη σημαντική αλλαγή στον τρόπο που βίωναν οι χρήστες του το χώρο. Οι αλλαγές που σχεδιάζονται στο κτήριο από τον Θεόδωρο Βαλλιάνο είναι εξαιρετικά ενδια­φέρουσες και μαρτυρούν τόσο τον τρόπο λειτουργίας του Κοινοβουλευτηρίου, όσο και το όραμα που διατρέχει την επιτροπή σχεδιασμού του.

Καταρχάς, οι μάστορες (α) θα σκέπαζαν όλους τους κουμπέδες (kubbe: τους θόλους της στέγασης) από επάνω (β) θα σοβάτιζαν όλο το κτήριο έσωθεν και έξωθεν διπλώς, ήγουν πρώτον με κορασάνι και έπειτα με δύω χέρια ασβέστην (γ) θα έφτιαχναν την επάνω Γαλαρίαν, που χρησίμευε παλαιότερα ως γυναικωνίτης του τζαμιού και θα χρησιμοποιούνταν ως θεωρείο για τους ακροα­τές των συνεδριάσεων, με όλα τα κάγγελα του γύρου τορνευτά και καλά δεμένα μ’ όλα τάναγκαία, και να το πατώσουν Μπηντιρμέ (bindirme: με ξύλινο πάτωμα δηλαδή) (δ) θα έφτιαχναν και τπν δευτέραν (Γαλαρίαν) δηλαδή τον δεύτερο εξώστη ομοίως με τορ­νευτά κάγκελα, και το πάτωμά της μπηντιρμέ (ε) θα έφτιαχναν τα παράθυρα όλα κοματιαστά ως στην θύραν, και όλους τους τζιαμ τζεριζεβέδες (cam Çerçeve), τους πήχεις δηλαδή για να περαστούν τα Γιαλιά, τα τζάμια των παραθύρων και (η) θα έφτιαχναν τους δύο οντάδες πίσω από τους πεσσούς με τζιατμά (Çatma), με ξύ­λινο δηλαδή τοίχο με επίχρισμα από σοβά, με τάναγκαία αυτών παράθυρα, δολάπια, και ράφια, και λοιπά.

Αυτές οι πληροφορίες μας δίνουν ήδη μία εικόνα για τους βασικούς χρηστικούς χώρους του κτηρίου: τον πρώτο όροφο (ο οποίος ήταν ο κύριος χώρος προσευχής, πάνω από τα εργαστήρια/αποθήκες τα οποία βρίσκο­νται στο επίπεδο του δρόμου), χωρισμένο σε ένα κύριο χώρο και σε δύο οντάδες, και τους δύο εξώστες. Για τη χρήση τους, μας  δίνει πληροφορίες ο κανονισμός. [54]

Στον κύριο χώρο Λειτουργεί η Βουλή, και επιτρέπεται η είσοδος μόνο σε βουλευτές. Στον πρώ­το εξώστη, επιτρέπεται να μπουν ακροατές με γραπτή άδεια και στον δεύτερο επισκέπτες χωρίς άδεια. Οι ακροατές επιτρέπονται μόνο στις ανοιχτές συνεδριάσεις. Έτσι, από τον διαχωρισμό του θρησκευτικού χώρου με βάση το φύλο, σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να ανεβαίνουν στον εξώστη, περνάμε στο διαχωρισμό με βάσει το είδος της άδειας και το βαθμό της εξουσίας – οι πρωταγωνιστές είναι στο κέντρο, στην αρένα της Βουλής, παρακολουθούμενοι από το κοινό που έχει τη δική του ιεραρχία.

Τα δωμάτια (οντάδες) που δημιουργήθηκαν αποσπώντας επι­φάνεια από τον κύριο χώρο της Βουλής προορίζονταν μάλλον για μελέτη και μικρότερες συναντήσεις, και αυτή η μείξη των χρήσεων θυμίζει τα πολύ παλαιότερα τζαμιά της Προύσας (σχή­ματος Τ), που ήταν κατεξοχήν πολυχρηστικά, περιλαμβάνοντας δωμάτια για συναντήσεις, μελέτη και διαμονή.

Επιστρέφοντας στο συμφωνητικό, διαβάζουμε εν συνεχεία ότι οι κτίστες (ι) θα έστρωναν το κτήριο μέσο και έξω με πέτρες μαλτέζικες τετράγωνες και ισόμετρες (ια) θα έφτιαχναν μία θύρα με γιαλιά έξωθεν της Μεγάλης (ενν. γαλαρίας, αίθουσας) (ιγ) τέλος, θα χώριζαν την έξω Σκάλα εις δύο με κάγκελα, μάλλον την κλί­μακα με την οποία και σήμερα ανεβαίνει κανείς από το δρόμο στο κτήριο, καθώς ήθελεν εγκριθή από τον Βαλιάνον. Η διάταξη αυτή της Σκάλας είχε το πιθανότερο στόχο να οργανώνει την κίνηση των διαφόρων χρηστών.

Η παρέμβαση των μαστόρων είχε λοιπόν ως στόχο όχι απλά μία στεγανοποίηση του κτηρίου (που φαίνεται ότι είχε προβλή­ματα λόγω της εγκατάλειψης στα τρία έτη που είχαν παρέλθει μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων από το Ναύπλιο) αλλά και την πρόβλεψη χώρων ανάλογα με τις διαφορετικές ομάδες χρηστών, και νέων χώρων για νέες χρήσεις.

Το συμφωνητικό δεν κάνει καμία αναφορά στον μιναρέ: είχε πέσει στο σεισμό, ή καθαιρεθεί στο μεταξύ; Επίσης δεν ξέρουμε τι απέγιναν οι επιγραφές που πιθανώς υπήρχαν στο εσωτερικό του τζαμιού, ο άμβωνας ή τα αναλόγια για την ανάγνωση του Κορανίου. Ας σημειώσουμε πάντως ότι η βασική τεχνική ορολο­γία για την τελειοποίηση του κτηρίου είναι οθωμανική. Τα «υλι­κά» και τα «μέσα» για τη σηματοδότηση της μετάβασης στη νέα χρήση του κτηρίου είναι στη ουσία ακόμα αυτά του παλαιού κα­θεστώτος. Από την άλλη πλευρά, όπως έχει επισημάνει η Ελένη Καλαφάτη, «το σχήμα είναι ανατρεπτικό της παραδοσιακής οργάνωσης της κατασκευαστικής διαδικασίας»:…» το παραδοσιακό συμφωνητικό ανάμεσα στο μάστορα και στον ιδιοκτήτη, όπου λίγες λέξεις αρκούσαν για να εκφράσουν τις επιθυμίες του ενός και να προσδιορίσουν την εργασία του άλλου, θα αντικατασταθεί από το σχέδιο και τη λεπτομερή περιγραφή των εργασιών».[55]

Επιπλέον, έχουμε πολύτιμες πληροφορίες και για την επίπλω­ση του χώρου. Το συμφωνητικό αναφέρει τα εξής:

(στ) θα έφτια­χναν τον θρόνον του προέδρου δύω τραπέζια του α’ και β’ Γραμματέως με τα αναγκαία αυτών Σκαμνιά, (ζ) τα τρία καθήσματα των Βουλευτών κυκλοειδή κατά το Σχέδιον, εξέχων το εν από το άλλο, διά να βλέπουν όλοι οι Βουλευτές τον πρόεδρον και τους Γραμματείς. (θ) τέλος, Δύω βιβλιοθήκαις εις ταις Γωνίες έξω των αυτών οντάδων με τζιαμ τζεριζεφέδες και με γιαλιά.

Αυτή η νέα κυκλοειδής διαρρύθμιση του χώρου αποτέλεσε την ουσιαστικότερη παρέμβαση για τη νέα χρήση του κτηρίου. Από τη μία πλευρά, η διαρρύθμιση απομακρυνόταν από την οθωμανική αντίληψη των χώρων που συνεδρίαζαν τα συμβούλια, των ντιβανιών (divan), παρατάσσοντας τους συμμετέχοντες ακτινωτά, με κέντρο το προεδρείο (αντί για την περιμετρική δομή του ντιβανιού). Επι­πλέον δε, όπως αντιλαμβάνονταν και οι σύγχρονοι, [56] τα έπιπλα αποτελούσαν ένα στοιχείο νεωτερικό, που ερχόταν από τη δυτι­κή Ευρώπη. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή, τα έπιπλα και η διάταξή τους στο χώρο, πέραν της συμβολικής τους αξίας ως νεωτερικών στοιχείων, είχαν και ενεργητικό ρόλο καθώς επέβαλ­λαν συγκεκριμένες σωματικές συμπεριφορές, που προϋπόθεταν πειθαρχία από την πλευρά των υποκειμένων. Αυτό το στοιχείο της πειθαρχημένης σωματικής συμπεριφοράς είναι κεντρικό του νέου αισθητηριακού καθεστώτος που εγκαθιδρύεται με την εν λόγω μετατροπή, η οποία ακολουθεί την πολιτική μετάβαση. [57] Επομένως το τζαμί δεν επισκευάζεται απλά -επανασχεδιάζεται, αναδιοργανώνεται για να υποδεχτεί αλλά και να πειθαρχήσει τους καινούριους του χρήστες.

Το κόστος των εργασιών συμφωνήθηκε να ανέλθει σε 7.000 γρόσια και να καταβληθεί στους μάστορες σε δόσεις, μέχρι τα μέσα Ιουνίου, όταν θα ολοκληρώνονταν· εν τελεί το έργο εξο­φλήθηκε στις 27 Ιουλίου και αποπερατώθηκε λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια. Η επιτροπή θα προμήθευε τους εργολάβους με τα υλικά της κατασκευής.[58]

Τα εγκαίνια της νέας χρήσης του κτηρίου έγιναν την 21 π Σεπτεμβρίου με κοσμοσυρροή από το πρωί. Κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής συνεδρίασης του Βουλευτικού δόθηκε από τον πρό­εδρο Πανούτζο Νοταρά χρυσόβουλον τω αρχιτέκτονι Βαλλιάνω δια την καλήν ανασκευήν και εθεσπίσθη να γραφή το όνομά του εις ένα των στύλων του Βουλευτηρίου:[59]

 

«Θεοδώρω τω Βαλλιάνω, καλώ καγαθώ πολίτη, τα τε άλλα τη Πατρίδι φίλα φρονούντι, χρησίμω τε αναδειχθέντι και εις το επισκευασθήναι ο δη πρώτον εν Ελλάδι ίδρυται Βουλευτήριον, πολλά πονήσαντι και εντελώς τα προς είδος και κάλλος σχεδιάσαντι, δέδοκται τη των Ελλή­νων Βουλή τόδε δούναι το επίσημον έγγραφον».[60]

 

Ο Γεώργιος Σταύρος συμπληρώνει χαρακτηριστικά πικρόχολα το παρακάτω σχόλιο σε επιστολή του προς τον Γεώργιο Κουντουριώτη με ημε­ρομηνία 22 Σεπτεμβρίου:[61] Αν αυτός ζωγραφίσας τα καθίσματα αξίζει τόσην τιμήν, τι μένει εις τον τούρκον Μαϊμάρμπασην οπού έκαμε την οικοδομήν;

Για την Γενική Εφημερίδα της Ελλάδας, η έκδοση της οποίας στο Ναύπλιο συνέπεσε με τα εγκαίνια, και γράφει για αυτά στο πρώτο φύλλο της, στις 7 Οκτωβρίου 1825, σημασία φαίνεται ότι είχε η αίσθηση της δημόσιας πρόσβασης στο χώρο:

 

Το κτίριον του νέου βουλευτηρίου έγινε παρά των ποτέ κατοίκων του Ναυπλίου Τούρκων (…) μετεποιήθη δε εις βουλευτήριον, επιστατούντος του κ. Θ. Βαλιάνου. Είναι το λαμπρότερον και ωραιότερον δημόσιον κτίριον την σήμερον εις την Ελλάδα. Έχει ικανήν ευρυχωρίαν δια τους Βουλευτάς, και δύο σειράς καθισμάτων δια τους ακροατάς άνωθεν του εμβαδού. Εις την πρώτην, την κατωτέραν, εισέρχονται οι ακροαταί με έγγραφον άδειαν. Εις την δευτέραν, ητις είναι η υψηλοτέρα, χωρίς άδειαν. Εισέρχονται δε οι ακροαταί τακτικώς κατά πάσαν συνεδρίασιν, εκτός των μυστικών.[62]

 

Ας σημειωθεί επίσης ότι είχε εκδοθεί ειδικός εσωτερικός κα­νονισμός για την πρόσβαση των ακροατών στις συνεδριάσεις. [63] Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, που δημοσιεύτηκε στις 23 Σεπτεμ­βρίου, «συγχωρείται εις κάθε Έλληνα η είσοδος εις το υψηλότερον κάθισμα (δηλαδή στον εξώστη) του Βουλευτηρίου εν καιρώ συνελεύσεως· εις τόσους ανθρώπους όμως όση είναι η χωρητικότης των καθισμάτων». Οι ακροατές δεν μπορούσαν να εισέλ­θουν «εις το εμβαδόν κάτω του Βουλευτηρίου». Ας σημειωθεί επιπλέον ότι «εις κανένα από όσους εμβαίνουν εις το Βουλευτήριον δεν συγχωρείται κάθε είδος άρματος, ούτε τζιμπούκι ή ραβδίον». Κανείς από τους ακροατές δεν είχε το δικαίωμα να μιλήσει ή να δείξει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, «ούτε να συνδι­αλέγεται με τον πλησίον του». Ο κανονισμός αποτυπώνει με σα­φήνεια το εγχείρημα πειθαρχημένης συμμετοχής στον νέο αυτό δημόσιο θεσμό, των βουλευτικών συνεδριάσεων: «όστις ατακτήσει δεν θέλει είναι πλέον δεκτός εις το Βουλευτήριον, και θέλει δυσφημείται το όνομά του».

 

Κάπως έτσι ήταν οι σκηνές σύσκεψης «α λα τούρκα» που κατέγραψαν οι Ευρωπαίοι περιηγητές στο Εκτελεστικό του 1925. Εδώ, ο πρόκριτος της Λιβαδειάς Ιωάννης Λογοθέτης, σε πίνακα του Λουί Ντιπρέ, 1825.

 

Στη διάρκεια των συνεδριάσεων γινόταν έπαρση σημαίας από έξω, η οποία υποστελλόταν μετά το τέλος τους ή στη διάρκεια των μυστικών συνεδριάσεων. Καθώς το κτήριο βρίσκεται σε υψηλό σημείο της πόλης, η σημαία είχε ιδιαίτερη σημασία στη νέα διαμόρφωση του χώρου στο Ναύπλιο της επανάστασης. Για παράδειγμα η σημαία που κυμάτιζε στο Παλαμήδι απεικονίζεται σταθερά από τους επισκέπτες στο Ναύπλιο εκείνης της εποχής. Τη σημαία στο Παλαμήδι αποθανατίζει, για παράδειγμα, ο Γάλλος λοχαγός Ευγένιος Πεϋτιέ (Ε. Peytier), σε σχέδιο του Ναυπλίου που ζωγράφισε από παράθυρο του δωματίου του, στη βόρεια-ανατολική γωνία του παλαιού μεντρεσέ, όπου είχε καταλύσει το 1829 η Γαλλική Expedition Scientifique. [64] Η σημαία του Βουλευτικού καλεί τελετουργικά την πόλη σε συμμετοχή ή μη στις εργασίες της Βουλής, ταυτόχρονα δίνοντας νέο συμβολισμό στο κτήριο.

Όλα τα παραπάνω τελετουργικά στοιχεία της μετάβασης, εκτός του ότι σηματοδοτούν δημόσια την αλλαγή με ποικίλους τρόπους, αντικαθιστούν τα παλαιό τελετουργικά που συνδέο­νταν με την παλαιό χρήση του κτηρίου (εζάνι, προσευχή, κήρυγ­μα) συμβάλλοντας στην αποϊεροποίηση του κτηρίου. Η σημαία, από την άλλη πλευρά, είναι το κατεξοχήν οπτικό σύμβολο που εκφράζει το νέο αισθητηριακό καθεστώς της λειτουργίας του κτηρίου, το οποίο στο παρελθόν, ως ισλαμικό, προσδιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό βάσει των ηχητικών του πρακτικών. Τη στάση των σωμάτων στην κύρια αίθουσα του πρώην τζαμιού, όπου παλαιότερα εισέρχονταν οι μουσουλμάνοι χωρίς υποδήματα, πατώντας στα χαλιά, για να κάνουν την προσευχή γονυκλινείς, αντικαθι­στά εδώ π επίσκεψη στο χώρο σε όρθια θέση, πατώντας πλέον με υποδήματα πάνω σε μαλτέζικες πλάκες, και το κάθισμα σε σκαμνιά ή καθίσματα. Παράλληλα, το κτήριο όπως είδαμε έγινε λιγότερο προσβάσιμο στις γυναίκες – μάλιστα σε ένα άλλο επει­σόδιο, σύμφωνα με τον Ν. Κ. Κασομούλη, ο Καποδίστριας ήθελε να διοργανώσει χορό προς τιμήν του γάλλου στρατηγού Μαιζόν στο Βουλευτικό, αλλά οι οπλαρχηγοί αρνήθηκαν να εμφανίσουν τις γυναίκες τους μπροστά στον Γάλλο.[65]

Η μετάβαση λοιπόν δεν υπήρξε ενιαία: την ίδια στιγμή που οι βουλευτές κάθονταν σε δυτικά καθίσματα στο Βουλευτικό, όπως είδαμε, τα μέλη της κυβέρνησης συνέχιζαν να διαβουλεύονται καθισμένοι αλά τούρκα, στο παλαιό ντιβάνι ενός οθωμανικού κονακιού. Η μετάβαση όπως τεκμηριώνεται από τη μετατροπή του χώρου και τις ανάλογες πρακτικές των νέων του διαχειριστών που στεγάζει αποτελεί μια ενδιάμεση (in-between) κατάσταση όπου στοιχεία του προηγούμενου πολιτισμικού καθεστώτος συ­νυπάρχουν με αυτά του ευρύτερου αιτήματος της Επανάστασης για νεωτερικότητα.

Το νέο κτήριο του Κοινοβουλευτηρίου, με τπ νεωτερική χρήση του, βρέθηκε στη συνέχεια, όπως και εν γένει ο βουλευτικός θε­σμός, στο επίκεντρο συγκρούσεων. Η τύχη μάλιστα το έφερε στις 2 Ιουλίου 1827, στη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ των φρουράρχων Παλαμηδίου Θ. Γρίβα και Ακροναυπλίας Ν. Φωτομάρα, μία οβίδα να καταστρέψει τον κουμπέ του κτηρίου, την ώρα της συνεδρίασης, με αποτέλεσμα τον θάνατο μάλιστα του βουλευτή Βάλτου Χρήστου Γεροθανάση. [66] Η κοινοβουλευτική του χρήση φαίνεται ότι διακόπηκε στη συνέχεια. Στην αίθουσα γίνονταν οι δεξιώσεις και οι χοροί της εποχής της Αντιβασιλείας του Όθωνα καθώς και σημαντικές εκδηλώσεις της πόλης. Το κτήριο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως δικαστήριο, όπου μάλιστα έγινε μεταξύ 30 Απριλίου – 25 Μαΐου 1834 η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα.

Η αρχειακή έρευνα δείχνει ότι το ισόγειο του κτηρίου μαζί με τον γειτονικό μεντρεσέ-ιεροσπουδαστήριο, διαμορφώθηκαν σε φυλακή το 1834-1835, όπου τα πρώην κελιά των σπουδαστών του Κορανίου χρησίμευσαν ως κελιά εγκλεισμού. Ο στρατιωτι­κός μηχανικός Dillmann έφτιαξε ένα αναλυτικό σχέδιο των έργων μετασκευής (εικ. 3), με χρονολογία 24 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1835, μαζί με μια γραπτή περιγραφή τους. Το σχέδιο απεικονίζει τα τμήματα του κτηρίου που υπήρχαν ήδη το 1834-35, καθώς και εκείνα που προστέθηκαν κατά τη μετασκευή του σε φυλακή.

Στο ισόγειο του μεντρεσέ δεν έγιναν καθόλου παρεμβάσεις, μόνο επισκευές. Στην περίπτωση αυτή, η αρχική χρήση του κτηρίου ως ιεροδιδασκαλείου, με τα δωμάτια σπουδαστών αρ. 3-9 και 11, επέτρεψε μια εύκολη μετάβαση στη λειτουργία τους ως κελλιών της φυλακής. Το δωμάτιο αρ. 1 πρέπει να ήταν ο χώρος συγκέ­ντρωσης των σπουδαστών και μελέτης, αφού είναι μεγαλύτερο και διαθέτει υποδομή για θέρμανση. Στη νέα χρήση του κτηρίου το δωμάτιο αυτό χρησιμοποιήθηκε για τους δεσμοφύλακες.

Στο ισόγειο του πρώην τζαμιού, οι αλλαγές ήταν περισσότερες. Φαί­νεται ότι το ισόγειο διέθετε αρχικά πέντε μακρόστενα δωμάτια που είχαν πρόσβαση στην αυλή και στον δημόσιο δρόμο, καθώς και στην αυλή του μεντρεσέ στο εσωτερικό. Τα δωμάτια αυτά στο εξής διαχωρίστηκαν στη μέση με έναν νέο τοίχο, διαμορφώνο­ντας επιπλέον δέκα κελιά φυλακής. Τα τέσσερα από τα πέντε αυτά δωμάτια είχαν μάλιστα στην αρχική τους μορφή μεγαλύ­τερα ανοίγματα προς τον δημόσιο δρόμο. Η παρατήρηση αυτή ενισχύει την υπόθεση ότι το ισόγειο του τζαμιού είχε εμπορική χρήση, όπως συνηθιζόταν στα τζαμιά αυτού του είδους (fevkani), προσπορίζοντας εισοδήματα για το τζαμί και το ιεροδιδασκαλείο. Η μετατροπή τους σε κελιά φυλακής μετέτρεψε τους χώρους αυτούς ανταλλαγών και κοινωνικών συναναστροφών σε χώρους εγκλεισμού και σιωπής.

Από το σχέδιο πληροφορούμαστε επίσης ότι τα δύο πανομοι­ότυπα ανώτερα επίπεδα του μεντρεσέ ανακατασκευάστηκαν στα χρόνια αυτά, γεγονός που επιβεβαιώνει και η ανάλυση της τοι­χοποιίας τους, που διακρίνεται από το ισόδομο σύστημα. [67] Αυτοί οι δύο ανώτεροι όροφοι είναι σχεδόν ταυτόσημοι με το ισόγειο, με μικρές αλλαγές. Τα δωμάτια στους ανώτερους ορόφους είναι ελαφρώς μεγαλύτερα, καθώς οι τοίχοι είναι λεπτότεροι. Εν κατακλείδι, το συγκρότημα, για να λειτουργήσει ως φυλακή, περικλείστηκε με τείχο, που προϋπήρχε από την πλευρά του τζαμιού και κατασκευάστηκε εκ νέου από την πλευρά του μεντρεσέ.

Το σχέδιο συνοδεύεται από ένα έγγραφο με ημερομηνία 14/26 Αυγούστου 1835, «επί της παραδόσεως της Δημοσίου Φυλακής, και των φυλακών των υποκάτωθεν του Βουλευτικού προς στην ενταύθα δικαστική Αρχήν». Το έγγραφο υποβλήθη­κε από Επιτροπή με πρόεδρο τον Αρχηγό της Πλατείας κο Χένε και μέλη τον Υπολοχαγό κο Γρόσσμαν και τον Αξιωματικό του Μηχανικού κο Δίλλμαν. Το έγγραφο μας διαφωτίζει ιδιαίτερα για τη χωρική οργάνωση της φυλακής. Φανερώνει ότι όλα τα δωμάτια των σπουδαστών του μεντρεσέ μετασκευάστηκαν σε κελλιά κρατουμένων, μαζί με τα πρώην εργαστήρια/καταστήματα, καθώς και τη μετασκευή των μεγαλύτερων αιθουσών σε  χώρους για τους δεσμοφύλακες ή για ανακρίσεις. Στον ίδιο φά­κελο του αρχείου συμπεριλαμβάνονται αναλυτικά προγράμματα εργασιών, αποδείξεις πληρωμών των επιστατών και των οικο­δόμων που απασχολήθηκαν στις εργασίες, που είχαν ξεκινήσει τον Μάρτιο του 1834.

Μεταγενέστερα το κτήριο του Βουλευτικού χρησίμευσε μετα­ξύ άλλων ως το Αρχαιολογικό Μουσείου του Ναυπλίου, μεταξύ 1915-1932, και ως Ωδείο πιο πρόσφατα, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1933 (ΦΕΚ 342/Β/1933) και αποκαταστάθηκε μόλις στη δεκαετία του 1990 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων (αποκα­λύφθηκε μάλιστα τότε τοιχογραφία στο μιχράμπ που απεικο­νίζει μια κόκκινη κουρτίνα). Η αποτύπωση του 1992 έδειξε ότι υπήρχαν ακόμα τα διαχωριστικά χωρίσματα στον πρώτο όροφο (άγνωστο εάν ήταν ο τσατμάς της μετατροπής σε Βουλευτήριο ή μεταγενέστερα χωρίσματα), ότι υπήρχε μία ακόμα ξύλινη σκάλα που οδηγούσε από τη νοτιοδυτική εξωτερική θύρα κατευθείαν στο πατάρι, και άλλες προσθήκες που αφαιρέθηκαν. Χρησιμοποι­είται σήμερα ως αίθουσα διαλέξεων, συνεδρίων και συναυλιών του Δήμου Ναυπλίου, με την Δημοτική Πινακοθήκη Τέχνης του Ναυπλίου στο ισόγειο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Henri Lefebvre, «La production de I’espace», L’Homme et la societe 31- 32 (1974), σ. 25-26· του ιδίου, The Production of Space, μετάφρ. D. Nicholson-Smith, Οξφόρδη 1991, σ. 26-27,33.

[2] Η έρευνα αυτή, για τη χωρική διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης, απο­τελεί μέρος ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Ιστορίες, χώροι και κληρονομιές στη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Ελληνικό Κράτος», που φιλοξενείται στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, υπό τη διεύ­θυνση του Ηλία Κολοβού και του Παναγιώτη Πούλου.

[3] Με την έρευνα αυτή για το Ναύπλιο, επανερχόμαστε σε μια προβληματική που είχε διατυπώσει π Ελένη Καλαφάτη, με το άρθρο της στον πρώτο κιόλας τόμο των Ιστορικών, «Η πολεοδομία της Επανάστασης: Ναύπλιο, 1822-1830», Τα Ιστορικά 1/2 (1984), σ. 265-282. Βλ. ειδικότερα τις σ. 265-268 για την πολεοδομική μορφή του Ναυπλίου πριν από την Επανάσταση.

[4] Για το βενετικό Ναύπλιο πριν από την οθωμανική κατάκτηση του 1540, βλ. τη διατριβή της Diana Gilliland Wright, «Bartolomeo Minio: Venetian Adminis­tration in 15,h-Century Nauplion», δακτ. Διδ. διατριβή, Ουάσιγκτον DC, The Catholic University of America, 1999. To Ναύπλιο των Βενετών απεικονίζε­ται σε χαρακτικό που χρονολογείται γύρω στο 1570 αλλά θεωρείται ότι έχει εκτελεστεί με βάση παλαιότερο σχέδιο. Βλ. Αφροδίτη Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών, Αθήνα 2007, εικ. 26 (σ.59). Για την παράδοση της βενετικής Na­poli di Romania στους Οθωμανούς το 1540 βλ. Nejat GöyünĢ, «XVIII. Yiizyilda Turk idaresinde Nauplia (Anabolu) ve Yapilari (6 resimle birlikte}», Ismail Hakki Uzunfarşihya Armagan, Άγκυρα 1976, σ. 462.

[5] Για το οθωμανικό Ναύπλιο μεταξύ 1540-1686, βλ. αναλυτικά Nejat GöyünĢ,  ό.π., σ. 462-465. Πρβλ. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία, Αθήνα 1898 (β’ έκδ. 1950), σ. 13, για τη μαρτυρία του Ζυγομαλά σχετικά με 150 ιερείς και 4.000 οσπήτια χριστιανών το 1550. Η οθωμανική απογραφή του 1615 κατέ­γραψε στο Ναύπλιο 500 φορολογικά νοικοκυριά χριστιανών, 191 χριστιανούς άγαμους, 30 εβραϊκά νοικοκυριά και 181 μουσουλμανικά (Nejat GöyünĢ, ό.π., σ. 464). Βλ. και τον περιγραφή του Ναυπλίου από τον Εβλιά Τσελεμπή, Evliyâ Celebi Seyahatnâmesi, έκδ. S.A. Kahraman – Y. Dağli – R. Dankoff, Κωνσταντι­νούπολη 2003, τ. Η’, σ. 163-166.

[6] Για την πολιορκία του Ναυπλίου από τους Βενετούς, βλ. τις βενετικές απει­κονίσεις, Α. Κούρια, ό.π., εικ. 28-29, 33-34, 40, 43, 49 – ειδικότερα για την ανέγερση του Παλαμηδιού βλ. εικ. 50-51- επίσης βλ. Ιωάννα Θ. Στεριώτου, «Συμπληρωματικά αμυντικά έργα στις οχυρώσεις της Πελοποννήσου (1684- 1715). Δύο σχέδια του τείχους της πόλης του Ναυπλίου (18ος αι.) από το αρ­χείο της Βενετίας», στο Χάρις Καλλιγά (επιμ.), Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea«, Γ’ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης – 20-22 Ιουλίου 1990, Αθήνα 1998, σ. 135-154. Για το Ναύπλιο ως πρωτεύουσα του βενετικού Regno di Morea, βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1987, σ. 162-164.

[7] Nejat GöyünĢ, ό.π., σ. 466-467.

[8] Στο ίδιο, σ. 467-480.

[9] Βλ. επίσης το κατάστιχο των βακουφιών του Ναυπλίου στα Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716.

[10] Ας σημειωθεί ότι ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’ (1703-1730) θεωρείται ότι επισκέφτηκε ο ίδιος το Ναύπλιο. Βλ. Μ. Γ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 136-156. Σε οθωμανικό έγγραφο του έτους 1784 αναφέρεται ο διορισμός ως μουεζίνη στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ στο Ναύπλιο του Μουσταφά γιου του Μολλά Βελή στη θέση του αποχωρούντα οικειοθελώς Αμπντουρραχμάν Χαλιφέ γιου Μουσταφά. Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, C.EV.619/31225.

Σε άλλο έγγραφο του έτους 1790 αναφέρεται ο διορισμός ως αναγνώ­στη του Κορανίου στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ στο Ναύπλιο του Ιμπραήμ γιου του Μολλά Χασάν στη θέση του αποθανόντα χωρίς τέκνα Χαφίζ Χουσεΐν γιου Αλή. Στο ίδιο, AE.SSLM.III. 342/19738. Σε έγγραφο, τέλος, του έτους 1795 γίνεται μνεία των βακουφιών του σουλτάνου Αχμέτ στο Ναύπλιο, που περιλάμβαναν τζαμιά και μεστζίτια, καθώς και έναν μεντρεσέ, Στο ίδιο, C.MF. 60/2963, αίτηση του καδή και των μουσουλμάνων ουλεμάδων του Ναυπλίου για την αντικατάσταση του διαχειριστή των βακουφιών Μουσταφά Εφέντη, ιεροκήρυκα του τζαμιού του Βεζίρη, από τον Μουφτή-ζαντέ Χαφίζ Αμπντουλ-χαλίμ Εφέντη. Βλ. επίσης AE.SMHD.ΙΙ. 112/9579, αυτόγραφο διάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ του έτους 1809 για τον διορισμό ως ιεροκήρυκα στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ του Χαφίζ Σεγήτ Αλή Χαλιφέ.

[11] Ο (Σιλαχντάρ) Αλή Πασάς ήταν γαμπρός (damad) του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ και επικεφαλής στην ανακατάκτηση της Πελοποννήσου το 1715. Πέθανε το επόμενο έτος στη μάχη του Πετροβαραντίν με τους Αυστριακούς και έλαβε τον τίτλο του «μάρτυρα» (şehid). Ο τάφος του βρίσκεται και σήμερα στο Βε­λιγράδι. Τα βακούφια του τζαμιού που ίδρυσε στο Ναύπλιο καταγράφονται στα Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμα­νικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716, σ. 2-11. Βλ. επίσης για το τζαμί του στο ίδιο, C.EV.304/15456 (1769, διορισμός δεύτερου ιμάμη μετά το θάνατο του Αμπντουσουκιούρ γιος Χατζή Ισμαήλ χωρίς κληρονόμους του Χαφίζ Μεχμέτ Εμίν Εφέντη), C.MF.171/8537 (1773). C.EV.98/4885 (1784, μπεράτι του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Α’ για τον διορισμό ως νεωκόρου στο τζα­μί του Μεχμέτ, γιου του αποθανόντα πρώην νεωκόρου Αχμέτ Χαλιφέ γιου Ισμαήλ), HAT 1382/54599. HAT 1451/45, C.EV.323/16431 (1792), AE.SSLM. 111.66/4008, C.EV 610/30781 και C.MF. 62/3076 (1793), C.EV.54/2680 (1797), HAT 1361 /53607 (1808), C.EV.12/576 (1813, μετά τον θάνατο του ψάλτη [naathan] Μουσταφά γιου Μεχμέτ αντικαθίσταται από τον γιο του Χαφίζ Αχμέτ).

[12] Πρόκειται για τον μεντρεσέ που ίδρυσε ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’. Βλ. παραπάνω, υποσημ.10. Στο κατάστιχο των βακουφιών του Ναυπλίου στα Κρατικά Αρ­χεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716, σ. 12-15, καταγράφονται τα βακούφια του σχολείου του Ιμπραήμ Αγά, κεχαγιά (υπασπιστή) του μεγάλου βεζίρη Αλή Πασά, που ιδρύθηκε με τη μετατροπή εκκλησίας στην Καμμένη Πλατεία του Ναυπλίου.

[13] Στο κατάστιχο των βακουφιών του Ναυπλίου στα Κρατικά Αρχεία της Προ­εδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, MAD 1360, του έτους 1716, σ. 16-18, καταγράφονται τα βακούφια του μεστζιτιού που ίδρυσε ο ρεϊσουλκιουτάπ Χατζή Μουσταφά Εφέντης στο Ναύπλιο με τη μετατροπή μιας εκκλησίας, επί της οδού που οδηγούσε στη μεγάλη δεξαμενή και κοντά στο σαράι του πασά.

[14] Ένας από τους μουσουλμάνους που επανήλθαν ήταν ο Χασάν Εφέντης, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στπ Σμύρνη μετά τη βενετική κατάχτηση και επέ­στρεψε το 1714 ως ιμάμης και ιεροκήρυκας του σουλτανικού τζαμιού του Ναυπλίου. Βλ. Nejat GöyünĢ, ό.π., σ. 475. Επίσης βλ. Κρατικά Αρχεία της Προεδρί­ας τπς Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, AE.SAMD.llΙ. 76/7657, κατάστιχο του συνόλου των λειτουργών του σουλτανικού τζαμιού και μεντρεσέ στο Ναύπλιο, με πρώτο αναφερόμενο τον Χασάν Εφέντη.

[15] Στο Ναύπλιο σώζονται σήμερα επτά οθωμανικές κρήνες. Με βάση τις επιγρα­φές τους, η κρήνη στην οδό Τερτσέτη οικοδομήθηκε από τον θησαυροφύλακα του Αχμέτ Πασά το έτος Εγίρας 1129 (1716/17), π κρήνη στην οδό Καποδιστρίου, απέναντι από τον Άγιο Σπυρίδωνα, από τον γενίτσαρο Μαχμούτ Αγά το έτος Εγίρας 1147 (1734/35), η κρήνη στην οδό Σταϊκοπούλου από τον Σεγίτ Αμπντουλλάχ το έτος Εγίρας 1180 (1766/67), η κρήνη τπς οδού Καποδιστρίου στην πλατεία προς βορρά του Αγίου Σπυρίδωνα από τον Αμπντουρραχμάν Αγά γιο του Χατζή Μεχμέτ Αγά το έτος Εγίρας 1217 (1802/3). Οι υπόλοιπες δεν φέ­ρουν επιγραφές. Από τις μη σωζόμενες, η κρήνη του Χασάν Πασά ζωγραφίστηκε από τον M.F. Preaulx, με μια μεγάλη επιγραφή, βλ. Α. Κούρια, ό.π., αρ. 55-56 (σ. 87). Σε οθωμανικό έγγραφο του 1798 αναφέρονται επίσης τα βακούφια των κρηνών του Μουχσίν-ζαντέ στο Ναύπλιο (ο μετέπειτα μεγάλος βεζίρης Μουχσινζαντέ Μεχμέτ Πασάς διατελούσε φρούραρχος του Ναυπλίου στα 1769, όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα Ορλωφικά). Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, τότε επισκευάστηκαν από τον Αλή Αγά, εντόπιο πυροβολητή στο φρούριο του Ναυπλίου, τον αρχιτέκτονα Γεμενή Μουσταφά Χαλιφέ και τον επιστάτη των υδαταγωγών Σαλήχ, οι υδαταγωγοί τπς πόλης με χρηματοδότηση από τα βακούφια αυτά, επι­πλέον φόρους που εισπράχθηκαν από τους ραγιάδες του Μοριά πλην Μυστρά, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη. Βλ. Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας τπς Δημοκρατίας τπς Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, C.EV.360/18295.

[16] Βλ. στο ίδιο, C.EV.122/6088, αυτόγραφο διάταγμα του οουλτάνου Σελιμ Γ’ του έτους 1793 για τον διορισμό ως ιεροκήρυκα του τζαμιού του βεζίρη Χα­τζή Ιμπραήμ, φρούραρχου (muhafiz) του Χάνδακα, στο Ναύπλιο, του Σεγήτ Ισμαήλ γιου Ομέρ, στη θέση του Χασάν Εφέντη γιου Χουσεΐν. Επίσης βλ. HAT 1516/43/2, αυτόγραφο διάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ του έτους 1811 για τον διορισμό ως ιεροκήρυκα του τζαμιού του αποθανόντα καπουντάν πασά Χατζή Ιμπραήμ του Σεγήτ Ομέρ Εφέντη γιου Χουσεΐν, οτη θέση του αποθα­νόντα χωρίς κληρονόμους Ισμαήλ Εφέντη. Ο Ιμπραήμ Πασάς ίσως μπορεί να ταυτιστεί με τον γιο του Γιουσούφ Πασά από τον Εύριπο, που διορίστηκε κα­πουντάν πασάς με τον τίτλο του βεζίρη το 1769 και πέθανε το επόμενο έτος. Βλ. Mehmed Sϋreyya, Sicill-i Osmani, Κωνσταντινούπολη 1996, σ. 771-772.

[17] Το έγγραφο C.EV. 338/17176 του έτους 1764 και τα αυτόγραφα σουλτανικά διατάγματα HAT 1458/51 και 1495/49 αναφέρουν επίσης στο Ναύπλιο ένα τζαμί του αποθανόντα Χατζή Χουσεΐν Εφέντη (mukabele-i sϋvari halidesi-i es- bak/sabika suvari başhalifesi).

[18] Βλ. το λήμμα «Καθολική Εκκλησία (Φραγκοκλησιά)» (Αναστασία Βασιλείου), Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2008.

[19] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθή­να 1859-1961, τ. Γ’, σ. 62-63.

[20] Βλ. Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα.η πε­ρίπτωση της Πελοποννήσου, 1715-1821, Αθήνα 1996, σ. 106-107. Για την το­πική παράδοση για τον Αγά πασά βλ.Μ.Γ. Λαμπρυνίδπς, ό.π., σ. 191-192. Ο Αγά πασάς αναφέρεται επίσης ότι είχε μισθώσει πριν από την Επανάσταση στους Λιγουργιώτες ένα κτήμα με τη συμφωνία να του παραδίδουν ετήσια 30 κουβέλια γέννημα, το ήμισυ της σοδειάς του ελαιώνα και τη δεκάτη των σπαχήδων. Αρχεία της Ελληνικής Πσλιγεννεσίας, τ. 7, Αθήνα 1973, σ. 19.

[21] Αρχείο της κοινότητας Ύδρας 7778 – 7832, τ. 5 (1873 – 1817), επιμ. Α. Λιγνός, Πειραιάς 1924, σ. 255-256.

[22] Ο Ραγκίπ Πασάς φαίνεται όχι είχε συχνή επικοινωνία με τους προεστούς της Ύδρας, οι οποίοι λάμβαναν συχνά αιτήματα βοήθειας για μετακινήσεις προς την Κωνσταντινούπολη (βλ. πχ. επιστολή προς τους προεστούς των Σπετσών στις 27 Μαΐου 1816 (στο ίδιο, σ. 272-273). Σε άλλη του επιστολή (23 Ιουλίου 1815) ο Ραγκίπ Πασας αναφέρει ότι κατασκευάζει πύργο στο χωριό Κυβέρι. Σύμφωνα με επιστολή του Μουσταφά Μπέη, μουχαφούζη του Αναπλίου, της 16πς Οκτωβρίου 1816, προς τους προεστούς τηςΎδρας, ο Ραγκίπ Πασάς είχε διοριστεί τότε σε αποστολή στη Μεθώνη (στο ίδιο, σ. 306).

[23] Κρατικά Αρχεία τπς Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, AE.SSLM.111.71/4280 (1802), C.AS. 569/23914 (1811), HAT 856/38255 (1812), C.AS. 775/32789 (1815).

[24] Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας ιης Δημοκρατίας της Τουρκίας, Οθωμανικό Αρχείο, HAT 765/36092. Σύμφωνα με τις καταγγελίες, ο Ραγκίπ Πασάς, με αυτό τον τρόπο, είχε εμποδίσει την διαδρομή που οδηγούσε στην Ακροναυπλία, προκαλώντας ζημιά στην οχύρωση.

[25] Βλ. και παραπάνω, υποσημ. 22.

[26] Στο ίδιο, HAT 709/33941.

[27] Στο ίδιο, C.ML.254/10493.

[28] Ο Αργύρης Πετρονώτπς είχε την καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μας ορισμένα στοιχεία από την ερευνά του και τον ευχαριστούμε πολύ για αυτό.

[29] Για τον Αντώνιο Ρηγόπουλο βλ. και Χρήστος Γ. Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου, Αθήνα 1987, σ. 22-23, ο οποίος μεταφέρει μαρτυρία ανώνυμου λαγκαδινού λόγιου, σύμφωνα με την οποία «αυτοσχεδίως ανοικοδόμησε τους μεγαλοπρεπείς της εποχής εκείνης ναούς και προπύργια και μέγα ειδωλείον των Οθωμανών εις Ναύπλιον, όπου και προνόμιον εις αυτόν εχορηγήθη».

[30] Βλ. σχετικά τα λήμματα της Αναστασίας Βασιλείου «Βουλευτικό τζαμί» και «Μεντρεσές (Φυλακές Λεονάρδου», Η Οθωμανικό Αρχιτεκτονικό στην Ελλάδα, Αθήνα

[31] Σεμνή Καρούζου, Τα Ναύπλιο. Αθήνα 1979, σ. 58-59.

[32] Η μελέτη της μετατροπής του κτηρίου σε φυλακή, υπό εξέλιξη από τους γράφοντες, δίνει νέα ευρήματα, όχι μόνα για την ιστορία του Βουλευτικού και του μεντρεσέ, αλλά και για το πώς άλλαξε ο τρόπος της διαχείρισης μιας μετα­τροπής έργου μέσα σε 10 χρόνια, στο πλαίσιο πλέον της οθωνικής διοίκησης.

[33] Μ. Λαμπρυνίδης, ό.π., ο. 190· Λ. Ρος. Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833). Αθήνα 1976, σ. 69· X. Πιτερός, «Ναύπλιο», Αρχαιολογικό Δελτίο, 54 (1999) Β1 χρονικά, σ. 14 και Χρ. I. Πιτερός, «Βουλευτικό – Πότε χτί­στηκε το μεγάλο Τζαμί “Βουλευτικό” στο Ναύπλιο», https://argolikivivliothiki. gr/2012/01/06/vivliothiki-3/, (επίσκεψη 28/1/2018).

[34] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανασιάσεως, Λονδίνο 21861, σ. 121. Για έναν συγκεντρωτικό πίνακα των πληροφοριών που έχουμε για τον πληθυσμό του Ναυπλίου μέχρι την Ελληνική Επανάσταση βλ. Ευτυχία Δ. Διάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Αθήνα 2002, σ 120-121. Επίσης, βλ. Αργυρώ Βατσάκη, «Η Γενική Αηογραφή του πληθυσμού του Ναυπλίου (1825)», δακτ. μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πάνεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2001, σ. 4-5.

[35] Για τπν πολιορκία βλ. αναλυτικά Μ. Γ. Λαμηρυνίδης, ό.π., σ. 196-243. Επίσης Α. Βατσάκη, ό.π., σ. 10-11.

[36] Βλ. Ahmet Aydin, “Μῐr Yusuf Târῐhi (Metῐn ve Tahlῐl)”, δακτ. μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μαρμαρά, Κωνσταντινούπολη 2002, σ. 62-63. Σε ελληνική μετάφραση, Σοφία Λαΐου και Μαρίνος Σαρηγιάννπς, Οθω­μανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση. Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά, Αθήνα 2020, σ. 124-125.

[37] Η συνθήκη προέβλεπε ότι «όλη η κινητή περιουσία των εν τω φρουρίω Οθωμανών θέλει μείνει υπό την εξουσίαν της Ελληνικής Διοικήσεως». Βλ. Μ. Γ. Λαμπρυνίδπς, ό.π., σ. 237 και 241 -242.

[38] Για τα παρακάτω, βλ. Κωνσταντίνος K. Σπηλιωτάκπς, «Τα εν Ναυπλίω κτίρια του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού (1824-1826)», Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 20 (1973), σ. 54-69.

[39] Μ.Γ. Λαμπρυνίδπς, ό.π., σ. 250.

[40] Σύμφωνα με τον Λαμπρυνίδη, η οικία του Αγά πασά βρισκόταν απέναντι από τη νότια πλευρά του Βουλευτικού οικία πρώην I. Κουτουμά και στην εποχή του Λαμπρυνίδη οικία Λ. Λεονάρδου (ό.π.. σ. 192).

[41] Στο ίδιο, σ. 253.

[42] Α. Κούρια, ό.π., εικ. 111-112.

[43] A Picture of Greece in 1825; As exhibited in the personal narratives of James Em­erson, Esq., Count Pecchio, and W.H. Humphreys, Esq., Λονδίνο 1826, σ. 107-108: «I was this morning presented by the Minister of War to the members of the executive body. Their present residence is a very large Turkish house near the walls: the ground floor of which is a stable, the second story a barrack, and the third, the office bureau of the Grecian Government, a plain small room, surrounded by a divan, and ornamented by a large French chart of Greece and the Islands; here, round a plain deal table covered with papers, sat the few descendants of Themistocles and Epaminondas, to whom was entrusted the regeneration of the ‘list land of gods and godlike men.»

[44] Giuseppe Pecchio, A Visit to Greece in the Spring of 1825, Λονδίνο 1825, σ. 10-11: “seated, or rather squatting, on cushions, which formed around the room a sort of sofa. The costume, the reclined position, the serious immobility of countenance of every member, made me at first believe myself before a di­van. The vice-president, Signor Botazi, of Spezzia, with his legs crossed, was counting the beads of an oriental rosary. The rest of the members, clad in a costume between Grecian and Turkish, were either smoking, or running over a similar trinket.”

[45] Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικοί Αναμνήσεις, επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθήνα 1975 (α έκδ. Αθήνα 1879), τ. Α’, σ. 95. Η αρχιτεκτονική των κτηρίων, με τις ξύλινες κατασκευές, φαίνεται κι από την υδατογραφία του Lange και τα σχέδια του Peter Von Hess για το Ναύπλιο, του 1833.

[46] Βλ. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. Β’, Αθήναι 1862 (β’ έκδ. 1972), σ. 316: «Εγένετο λόγος περί οικίας ανηκούσης δια τας συνελεύσεις του Βουλευ­τικού, και ενεκρίθη να διορισθή το τζαμί, ονομαζόμενον Αγά Πασά, και επειδή αυτό χρήζει τινός επισκευής, εδιωρίσθησαν οι βουλευταί κύριοι Γκίκας Καρακατσάνης, Ιωάννης Κοντουμάς και Σπυρίδων Τρικούπης δια να επιστατήσωσιν εις την διόρθωσίν του. Προσέτι ενεκρίθη να γένη και προβούλευμα προς τον Εκτελεστικόν, να διατάξη το Υπουργείον τπς Οικονομίας να δώση, όσα αναγκαιούσιν εις την διόρθωσίν χρήματα.» Βλ. και ό.π., σ. 10, Αθήνα 1977, σ. 353- 354: «το Σ. Βουλευτικόν ενέκρινε δια Βουλευτήριον του Αγά Πασά το τζαμί, το οποίον και δια να κατασταθή χρήσιμον εις τον οποίον ενεκρίθη σκοπόν χρήζει επιδιορθώσεως. Όθεν και θέλει διαταχθή το υπουργείον της Οικονομίας δια να παρέξη τα εις αυτό αναγκαιούντα εις επιδιόρθωσιν έξοδα» (Ναύπλιο, 21 Ιου­νίου 1824). Το τζαμί του Αγά πασά προοριζόταν στα τέλη του 1823 για θέατρο. Βλ. Ε. Καλαφάτη, «Η πολεοδομία της Επανάστασης», ό.π., σ. 270.

[47] Η μετατροπή θρησκευτικών κτηρίων για τις ανάγκες του νέου κράτους ήταν διαδεδομένη και συνεχίστηκε για δεκαετίες. Βλ. Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη – Αριστέα Παπανικολάου -Κρίστενσεν, «Μετατροπή Εκκλησιών σε Αίθουσες Δικαστηρίων», Αρχαιολογία 48 (1993), σ. 56-66. Επίσης, Αιμιλία Στεφανίδου (επιμ.) Η συντήρηση και η αποκατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελ­λάδα, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 57-68.

[48] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικροί Κλάδοι, Βουλευτικόν Σώματα 1822 1827, φάκελος 1, αρ. εγγράφου 134. Το έγγραφο έχει δημοσιευτεί από τον Κ. Κ. Σπηλιωτάκπ, ό.π., και επαναδημοσιεύεται εδώ επιλεκτικά με βάσπ τη νέα μας ανάγνωση, με ελάσσονες αλλαγές.

[49] Ο Ανδριανός Γεωργίου υπογράφεται ως Αργήτης μαραγκός, 40 ετών, με οι­κογένεια 7 ψυχών, στην απογραφή του Ναυπλίου τπς 17ης Νοεμβρίου 1825, Βλ. τη βάση δεδομένων «Η πόλη στους νεότερους χρόνους» (επιμ. Χρήστος Λούκος), στο cities.ims.forth.gr. Ευχαριστούμε τον Χρήστο Λούκο για αυτή την πληροφορία. Για την απογραφή βλ. Α. Βατσάκη, ό.π., σ. 27-28.

[50] Στο τζαμί του Αγά πασά είχε εργαστεί και ο Μαστροκώνστας Ρουμελιώτης, ο οποίος σύμφωνα με αναφορά της συζύγου του είχε πεθάνει στα τέλη του 1824. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ.7, Αθήνα 1973, σ. 74.

[51]Βλ. αναλυτικότερα, Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευ­θέρωσης, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σ. 115-122. Στις 5 Αυγούστου 1824 το Βουλευτικό ενέκρινε προβούλευμα προς το Εκτελεστικό, «να επιταχθή ο κύριος Θ. Βαλλιάνος, ως αρχιτέκτων, να κάμη σχέδιον, πώς ημπορεί να βαλθή εις ρυθμόν αυτή π πόλις». Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. Β’, Αθήναι 1862 (β’ έκδ. 1972), σ. 379. Επίσης, βλ. Βασίλης Κ. Δωροβίνης, «Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828-33)», https://argolikivivliothiki.gr/2011/11/24/ο-σχεδιασμός-του-ναυπλίου-κατά-την-καπ/,24Νοε2011 (επίσκεψη 28/1/2018).

[52] Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευθέρωσης, ό.π., σ. 156, 163 και 321. Η Ελένη Καλαφάτη αναφέρει επίσης ότι ο Θεόδωρος Βαλλιάνος το 1830 συνέταξε το ρυμοτομικό σχέδιο του Ναυπλίου, βασισμένος στο σχέ­διο του Βούλγαρη του 1828. «Η πολεοδομία της Επανάστασης», ό.π., σ. 279.

[53] ΓΑΚ, Κ.47, Β, φάκ. Β’, έγγραφο αρ. 19.

[54] Για τον κανονισμό βλ. παραπάνω, υποσημ. 46.

[55] Ε. Καλαφάτη. «Η πολεοδομία της Επανάστασης», ό.π., σ. 274.

[56] Σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη (Ιστορικαί Αναμνήσεις, ό.π,, σ. 97-98), ως τότε οι συνεδριάσεις θα πρέπει να γίνονταν με τους βουλευτές να κάθονται κάτω, αλά τούρκα: «Τα έπιπλα ήσαν σοφάδες, σιλτέδες, κουλτούμια, εφ’ων την ημέραν εκάθηντο, την δε νύκτα κατεκλίνοντο»… «Αι δε καθ’ ημάς καθέδραι ήσαν σχεδόν άγνωστοι και μόνον ότε αποκατέστημεν εν Ναυπλίων, κατεσκεύασαν τινές χάριν των φραγκοφορεμένων ξύλινα σκαμνία».

[57] Για τo «δι-αισθητηριακό» επίπεδο των μεταβάσεων, βλ. Ελένη Καλλιμοπούλου – Παναγιώτης Κ. Πουλάς, «Ανταλλάξιμα κτήρια, σιωπηλές κληρονομιές: π προσωρινή εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων και τα ισλαμικά τεμέ­νη της Θεσσαλονίκης», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 19 (2015), σ. 255.

[58] Σύμφωνα με έγγραφο της επιτροπής με ημερομηνία 25 Μαΐου 1825 προς την επιτροπή των αποθηκαρίων (;), όσαις τάβλες κάρινες σας ευρίσκονται. είναι αναγκαίαις δια το Βουλευτήριον, και παρακαλοΰμεν να ταις δώσετε, του Μαστροανδριανού, λαμβάνοντας απόδειξιν, και από τον ίδιον. ΓΑΚ, Υπουργείον Ναυτικών, φ. 21, αρ. 187. Σύμφωνα με έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου των Ναυτικών Γ. Κώστα προς την Επιτροπήν των Αποθηκαρίων, με ημερομη­νία 26 Μαΐου 1825, θέλετε δώσει όσα σανίδια κάρυνα ήθελε χρειασθούν δια το Βουλευτήριον, και να λάβετε την ανήκουσαν απόδειξιν: ό.π„ φ. 21, αρ. 219. Την ίδια στιγμή, όπως φαίνεται από έγγραφο του Εκτελεστικού, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1825, μετά από εισήγηση του Υπουργείου των Ναυτικών, το μηχανουργείον των σφαιρών στο Ναύπλιο εγκρινόταν να μετατοπισθεί εις το έμπροσθεν της πλατείας τζαμίον (το σημερινό Τριανόν): ό.π., φ. 22, αρ, 129. Άλλο σχετικό έγγραφο τπς ίδιας ημερομηνίας αναφέρει ότι το τζαμίον το οποίον είναι εις την πλατεία της πολιτείας είναι κατάλληλον δια να γίνη φούρνος: ό.π., φ. 22, αρ. 139. Σύμφωνα με έγγραφο του Εκτελεστικού προς το Υπουργείο Αστυνομίας με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1825, διατασσόταν «να επιτρέψη εις τον αρχηγόν τπς ομάδος των οικοδόμων, οίτινες επισκευάζουσι το Βουλευτήριον, να λαμβάνη κεράμους και άλλην χρήσιμον ύλην εκ κρημνισμένων και ακατοικήτων οικοδομών»: Τα περιεχόμενα των Γ.Α.Κ., Αθήνα 1976, σ. 1344.

[59] Βλ. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 7, Αθήνα 1973, σ. 328 (17 Σεπτεμ­βρίου 1825): «Ανεγνώσθη αναφορά της διορισθείσπς επιτροπής να επιστάτη εις την κατασκευήν του Βουλευτηρίου, δια της οποίας αναγγέλλει ότι έλαβε τέλος. Ανεγνώσθη και άλλη του Θεόδωρου Βαλλιάνου, επιστατούντος και αυτού εις την κατασκευήν του αυτού οικοδομήματος, δια της οποίας ειδοποιεί ότι ετελείωσε. Απεφασίσθη την ερχομένην Δευτέραν να περάση το Βουλευτι­κόν Σώμα εις τούτο το νέον Βουλευτήριον και να δοθή εν επίσημον έγγραφον εις τον κύριον Βαλλιάνον.».

[60] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 8, Αθήνα 1974, σ. 321 (21 Σεπτεμβρίου 1825).

[61] Βλ. Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, έκδ. Α. Λιγνός, Πειραιάς 1927, τ.Ε’, σ. 245.

[62] Βλ. Κ. Κ. Σπηλιωτάκης, ό.π., σ. 63.

[63] Βλ. Γ.Δ. Δημακόπουλος, «Ο Κώδιξ των Νόμων της Ελληνικής Εηαναοτάσεως 1822-1828. Η Νομοθετική Διαδικασία, Τα κείμενα των Νόμων», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης και Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών 10-11 (1966), αρ. 69, σ. 208-209: «Διαταγή προς τους εισερχόμενους εις το Βουλευτήριον ακροατάς» (Ναύπλιο, 23 Σεπτεμβρίου 1825).

[64] Βλ. Α. Κούρια, ό.π., σ. 138 και εικ. 110 (σ. 151): «Palamide pris de notre logement (à Nauplie)». Βλ. επίσης I Παπαδόπουλος, Α.Α. Καρακαισάνη, Το Λεύ­κωμα Πεϋτιέ της Συλλογής Στέφανου Βαλλιάνου. Η Ελεύθερη Ελλάς και η «Επιστημονική Αποστολή του Μορέως», Αθήνα 1971.

[65] Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναατάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τ.Γ., Αθήνα 1998, απόσπασμα δημοσιευμένο στο Ναύπλιο, μία Πόλη στη Λογοτε­χνία, επιμ. Θοδωρής Γκόνης, Αθήνα 2004, σ. 117-118.

[66] Βλ. Μ.Γ. Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 271-272.

[67] Βλ. Σέμνη Καρούζου, ό.π., σ. 58-59.

 

Καλλιόπη Αμυγδάλου

Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Ηλίας Κολοβός

Επίκουρος καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

«Πώς προσεγγίζουμε το εικοσιένα;» – Πολιτική, Κοινωνία, Ιδεολογία στην Ελληνική Επανάσταση,  έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών, Ιούνιος 2021.

Πρώτη δημοσίευση: Καλλιόπη Αμυγδάλου – Ηλίας Κολοβός, «Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυ­πλίου που μετασκευάστηκε στο “πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825)», Τα Ιστορικά, 67 (2018), σ. 58-76, Η μελέτη έχει εμπλουτιστεί με νέο υλικό και ανα­θεωρηθεί για την παρούσα έκδοση.

* Οι  επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 29

Latest Images

Trending Articles





Latest Images